- συνεκδυομαι
- συνεκδύομαισυν-εκδύομαι(aor. συνεξέδυν) одновременно совлекать с себя
(τι ἅμα κιθῶνι ἐκδυομένῳ Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τι ἅμα κιθῶνι ἐκδυομένῳ Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνεκδύομαι — ΜΑ εξέρχομαι μαζί με κάποιον ή συγχρόνως αρχ. (ιδίως σχετικά με ένδυμα) βγάζω μαζί ή συγχρόνως συναποβάλλω* («τῷ χιτῶνι συνεκδύεσθαι τὴν αἰδῶ τὰς γυναῑκας», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκδύω «εξέρχομαι, γδύνω»] … Dictionary of Greek
συνεκδυόμεθα — συνεκδύομαι put off together pres ind mp 1st pl συνεκδύομαι put off together imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκδύεσθαι — συνεκδύομαι put off together pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκδύεται — συνεκδύομαι put off together pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεξεδύετο — συνεκδύομαι put off together imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)